Topics:

Η Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ

[…] Ο Ράντολφ Κάρτερ ονειρεύτηκε τρεις φορές την θαυμαστή πόλη και τρεις φορές κάτι τον άρπαξε μακριά καθώς στεκόταν ακόμη, πάνω απ’ αυτήν, στην ψηλή ταράτσα. Έλαμπε ολόχρυση κι αξιολάτρευτη στο ηλιοβασίλεμα, με τείχη, ναούς,...

Η Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ

[…] Ο Ράντολφ Κάρτερ ονειρεύτηκε τρεις φορές την θαυμαστή πόλη και τρεις φορές κάτι τον άρπαξε μακριά καθώς στεκόταν ακόμη, πάνω απ’ αυτήν, στην ψηλή ταράτσα. Έλαμπε ολόχρυση κι αξιολάτρευτη στο ηλιοβασίλεμα, με τείχη, ναούς, κιονοστοιχίες, όμορφες μαρμάρινες τοξωτές γέφυρες, ασημένια φαντασμαγορικά συντριβάνια σε μεγάλες πλατείες κι ευωδιαστούς κήπους. Φαρδείς δρόμοι προχωρούσαν ανάμεσα σε ντελικάτα δέντρα, σε υδρίες φορτωμένες λουλούδια και σειρές από φιλντισένια αγάλματα.

Στους απόκρημνους βορινούς λόφους ανέβαιναν κλιμακωτά κόκκινες σκεπές και παλιά μυτερά αετώματα, που έκρυβαν χλοερά λιθόστρωτα. Η πόλη ήταν ένας πυρετός των Θεών, μια βροντερή συνήχηση από σάλπιγγες υπερφυσικές και θεϊκά κύμβαλα. Την περιέβαλλε μυστήριο, σαν τα σύννεφα που περιβάλλουν ένα μυθικό αλλ’ ανεξερεύνητο βουνό. Κι όπως στεκόταν ο Κάρτερ με την ανάσα κομμένη και γεμάτος προσμονή σ’ εκείνο το κιγκλίδωμα της ταράτσας, ένιωσε το κεντρί και την υποψία μιας σχεδόν αφανισμένης ανάμνησης, τον πόνο χαμένων πραγμάτων και την τρελή ανάγκη να ξαναθυμηθεί εκείνο που κάποτε υπήρξε ένας φοβερός και σημαντικός τόπος.

Ήξερε ότι γι’ αυτόν πρέπει να ήταν κάποτε η σημασία του τεράστια, όμως, σε ποιο κύκλο ή ενσάρκωση, στ’ όνειρό του ή στην πραγματικότητα τον είχε γνωρίσει, δεν μπορούσε να πει. Αμυδρά έφερνε στο νου του φευγαλέες εικόνες μιας από παλιά ξεχασμένης πρώτης νιότης, όταν το θαυμαστό κι η χαρά γέμιζαν με μυστήριο τις μέρες, όταν η αυγή και το σούρουπο έρχονταν προφητικά, σε αντίθεση με το ζωηρό ήχο των λαγούτων και το τραγούδι, για ν’ ανοίξουν πύρινες πύλες σε ακόμη πιο εκπληκτικά θαύματα.

Όμως κάθε νύχτα, καθώς στεκόταν σ ’ εκείνη την μαρμάρινη ταράτσα με τις παράξενες υδρίες και το σκαλιστό κιγκλίδωμα και κοιτούσε από ψηλά την σιωπηλή μες στο ηλιοβασίλεμα πόλη της ομορφιάς και της εξώκοσμης παρουσίας, ένιωθε να τον σκλαβώνουν οι τυραννικοί Θεοί του ονείρου, γιατί με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να φύγει από κείνο το ψηλό σημείο ή να κατεβεί τα πλατιά μαρμαρένια σκαλιά που φιδογύριζαν ατέλειωτα, για να φτάσει εκεί κάτω, σε κείνους τους απλωτούς δρόμους της παμπάλαιας μαγείας, που τον καλούσαν.

Όταν ξύπνησε για τρίτη φορά χωρίς να ’χει κατεβεί τα σκαλοπάτια και χωρίς να ’χει διασχίσει ακόμη τους σιωπηλούς μες στο ηλιοβασίλεμα δρόμους, παρακάλεσε επίμονα, πολλή ώρα τους κρυμμένους Θεούς του ονείρου, που έχουν ιδιότροπες σκέψεις εκεί πάνω από τα σύννεφα της άγνωστης Καντάθ, στην παγωμένη ερημιά όπου δεν πάτησε άνθρωπος.

Αλλά οι Θεοί δεν αποκρίθηκαν ούτε έδειξαν να υποχωρούν, ούτε του έδωσαν κάποιο ευνοϊκό σημάδι όταν τους ικέτεψε στ’ όνειρό του και με θυσίες τους επικαλέστηκε βοηθούμενος από τους γενειοφόρους ιερείς του Ναστ και του Κάμαν-Τα, που η σπηλιά-ναός τους με τον κίονα της φωτιάς δε βρίσκεται μακριά από τις πύλες της εγρήγορσης. Φαίνεται, ωστόσο, πως οι προσευχές του πρέπει να είχαν αντίθετο αποτέλεσμα, γιατί μετά την πρώτη έπαψε τελείως να βλέπει την θαυμαστή πόλη· θαρρείς και οι τρεις φορές που την είχε δει από μακριά, ήταν μόνο ατύχημα ή αμέλεια ή κάτι αντίθετο σε κάποιο κρυφό σχέδιο ή επιθυμία των Θεών.

Τελικά, άρρωστος από τον πόθο για κείνους τους αστραφτερούς δειλινούς δρόμους και τ ’ απόκρυφα μονοπάτια των λόφων ανάμεσα στις αρχαίες κεραμιδένιες στέγες κι αδυνατώντας, κοιμισμένος ή ξύπνιος, να τα βγάλει απ’ το μυαλό του, αποφάσισε να πάει άφοβα εκεί που κανείς άνθρωπος δεν είχε πάει ποτέ πριν και ν ’ αντιμετωπίσει τις κρυσταλλιασμένες ερημιές, μέσα στην σκοτεινιά όπου βρισκόταν η άγνωστη Καντάθ, τυλιγμένη στα σύννεφα και στεφανωμένη με άστρα ασύλληπτα για την φαντασία που κρατάει το μυστικό και το σκοτεινό από όνυχα κάστρο των Μεγάλων.

Καθώς βούλιαζε στον ύπνο, κατέβηκε τα εβδομήντα σκαλιά κι όταν έφτασε στην σπηλιά της φλόγας, μίλησε για το σχέδιό του στους γενειοφόρους ιερείς του Ναστ και του Κάμαν-Τα. Οι ιερείς, κουνώντας τα κεφάλια τους που φορούσαν Τιάρες, του δήλωσαν ότι αυτό θα ήταν ο θάνατος της ψυχής του. Του τόνισαν ότι οι Μεγάλοι Θεοί είχαν κιόλας δείξει την επιθυμία τους και δεν τους άρεσε να τους ενοχλούν μ’ επίμονες ικεσίες. Του υπενθύμισαν επίσης ότι όχι μόνο δεν είχε πάει ποτέ κανείς στην Καντάθ, αλλά και κανένας δεν είχε καν υποπτευθεί σε ποιο χώρο του διαστήματος μπορεί να βρισκόταν. Ίσως να υπήρχε στους ονειρότοπους γύρω απ’ το δικό μας κόσμο, ή σε κείνους που περιβάλλουν κάποιο άγνωστο άστρο, δορυφόρο του Φόμαλχωτ ή του Αλδεβαράν.

Αν βρισκόταν σε δικό μας ονειρότοπο, ίσως ήταν δυνατό να φτάσει, αλλά, από την αρχή των καιρών, τρεις μονάχα ψυχές διέσχισαν τις μαύρες, ανόσιες αβύσσους που διαχωρίζουν τους άλλους ονειρότοπους. Απ’ τους τρεις οι δύο γύρισαν τελείως τρελοί. Σε τέτοια ταξίδια υπάρχουν ανυπολόγιστες τοπικές απειλές· υπάρχει ο τρομακτικός τελικός κίνδυνος που κραυγάζει άναρθρα και παράλογα, έξω από το λογικό σύμπαν, όπου ούτε τα όνειρα φτάνουν. Η ύστατη άμορφη αρρώστια της κατώτατης σύγχυσης που βλαστημάει και κοχλάζει στο κέντρο του απείρου, ο απεριόριστος δαιμονικός ηγεμόνας Αζαθόθ, που τα χείλη δεν τολμούν να προφέρουν δυνατά τ’ όνομά του, που ροκανίζει λιμασμένα στις ασύλληπτες, σκοτεινές αίθουσες, πέρα απ’ το χρόνο, μέσα σε πνιχτά, παρανοϊκά χτυπήματα αηδιαστικών τυμπάνων και το στριγκό, μονότονο κλαψούρισμα από φλάουτα καταραμένα.

Σ’ αυτόν τον αποκρουστικό και σφυριχτό ήχο χορεύουν αργά, άχαρα και παράλογα οι γιγάντιοι Έσχατοι θεοί, τυφλοί, άφωνοι, σκοτεινοί, άλογοι. Πρόκειται για τους Άλλους Θεούς που ψυχή τους και αγγελιοφόρος είναι ο Νυαρλαθοτέπ, το Έρπον Χάος.

Για όλ’ αυτά είχαν προειδοποιήσει τον Κάρτερ οι ιερείς του Ναστ και του Κάμαν-Τα στην σπηλιά της φλόγας. Αυτός όμως επέμενε στην απόφασή του να βρει τους Θεούς της άγνωστης Καντάθ στην παγωμένη έρημο, όπου κι αν βρισκόταν αυτή. Λαχταρούσε να κερδίσει απ’ αυτούς την εικόνα, την ανάμνηση και το καταφύγιο της θαυμαστής πολιτείας του δειλινού.

Ήξερε ότι το ταξίδι του θα ήταν παράξενο και μακρύ κι ότι οι Μεγάλοι Θεοί θα στρέφονταν εναντίον του. Επειδή ήταν από παλιά γνωστός στην χώρα του ονείρου, υπολόγισε πως πλήθος χρήσιμες αναμνήσεις και τεχνάσματα θα τον βοηθούσαν. Έτσι, αφού ζήτησε την τυπική ευλογία των ιερέων και συλλογίστηκε με διορατικότητα την πορεία του, κατέβηκε άφοβα τα εφτακόσια σκαλοπάτια ως την Πύλη.[…]

Μια συλλογή έργων ιδιαίτερου ποιητικού χαρακτήρα, υποσχόμενη να εισάγει τον αναγνώστη στην φανταστική Μυθολογία τρόμου του Λάβκραφτ.

Σε αυτήν περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: Η κατάρα που χτύπησε την Σάρναθ, Το άσπρο καράβι, Οι γάτες της Ουλθάρ, Σελεφαϊς, Οι άλλοι Θεοί και Η Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ.